- ἀνακλητέος
- ἀνακλητέονone must revivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμετάτρεπτος — εὐμετάτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που πρέπει να ανακληθεί, ο ανακλητέος, ο ακυρωτέος 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐμετάτρεπτον η εύκολη μετατροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα τρέπω] … Dictionary of Greek